ἐπιδιίστημι

ἐπιδιίστημι
ἐπιδιίστημι,
A let an interval elapse,

σύμμετρον ἐπιδιαστήσαντες Philum.

ap. Orib.45.29.48.
2. [voice] Pass., ἐπιδιίσταμαι have a second diastole, of the pulse, Ruf.Syn.Puls.8.7.
3. -αμένων τῶν βραχιόνων getting more separated, Sor.2.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”